- λύκαιναν
- λύκαιναshe-wolffem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύκαινα — η (AM λύκαινα) το θηλυκό τού λύκου («εἶτα λύκαιναν μὲν ἐπιφοιτᾱν μαστὸν διδοῡσαν», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας λυκαινίδες μσν. στον πληθ. αἱ λύκαιναι οι χωρικές τής Ιταλίας που έβοσκαν πρόβατα αρχ. προσωνυμία… … Dictionary of Greek